ερυθροφοβία

ερυθροφοβία
η мед. эритрофобия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ερυθροφοβία" в других словарях:

  • ερευθοφοβία — και ερυθροφοβία, η ιατρ. νευρική πάθηση κατά την οποία οι πάσχοντες συγκινούνται πολύ εύκολα και κατέχονται συνεχώς από τον φόβο μήπως κοκκινίσουν μπροστά σε άλλα πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + φοβία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»